-
1 Εστιάς
-
2 Ἑστιάς
-
3 Εστίας
-
4 Ἑστίας
-
5 εστιάς
ἑστιάωreceive at one's hearth: pres subj act 2nd sgἑστιάωreceive at one's hearth: pres ind act 2nd sg (epic) -
6 ἑστιᾷς
ἑστιάωreceive at one's hearth: pres subj act 2nd sgἑστιάωreceive at one's hearth: pres ind act 2nd sg (epic) -
7 εστίας
ἑστίᾱς, ἕστιοςof the: fem acc plἑστίᾱς, ἕστιοςof the: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑστίᾱς, ἑστίαhearth of a house: fem acc plἑστίᾱς, ἑστίαhearth of a house: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑστίᾱς, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
8 ἑστίας
ἑστίᾱς, ἕστιοςof the: fem acc plἑστίᾱς, ἕστιοςof the: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑστίᾱς, ἑστίαhearth of a house: fem acc plἑστίᾱς, ἑστίαhearth of a house: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑστίᾱς, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
9 Ἑστιάς
A Vestal virgins, D.H.2.64, Plu.Ant. 21 ;Ἑ. παρθένοι Id.Num.13
. -
10 μυέω
A initiate into the mysteries,μυῶν.. ἄλλους ξένους And.1.132
, cf. IG12.6.113;ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Pl.Ep. 333e
, cf. D.59.21;ἐμύησε καὶ μυεῖ τοὺς Ἕλληνας Plu.2.607b
: c. acc. cogn.,ξένους ἐμύει θεούς J.Ap.2.37
:—more freq. in [voice] Pass., to be initiated,ὁ βουλόμενος μυεῖται Hdt.8.65
;ὅσοι μεμυήμεθα Ar.Ra. 456
; οἱ μεμυημένοι ib. 158, And.1.28; ; μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας, v. ἑστία; τοῦ ἀφ' ἑστίας μυουμένου prob. in IG12.6.108; (Eleusis, i A. D.);θεοπρόποι ἦλθον.., οἵτινες μυηθέντες ἐνεβάτευσαν OGI530.15
(Notium, ii A. D.): c. acc. cogn., to be initiated in a thing,τὰ μυστήρια μυεῦνται Heraclit. 14
; ὅστις τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται in the mysteries of the Cabiri, Hdt.2.51; τὰ μεγάλα (sc. μυστήρια)μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρά Pl. Grg. 497c
;τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι Id.Smp. 209e
, cf. Phdr. 250c;τὰ λεοντικὰ μ. Porph.Antr.15
: also c. dat.,ἐμυήθην θεοῖς Theophil.1.4
;μυεῖσθαι γάμῳ Alciphr.1.4
.II generally, teach, instruct, c. inf.,ἐμύησάς τινα ἰδεῖν AP7.385
(Phil.); ἀλλά μ' ἀνὴρ ἐμύησ' Ἑλικωνίδα (sc. εἶναι) ib.9.162:—[voice] Pass.,μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν Ep.Phil. 4.12
;κυβερνᾶν μυηθήσομαι Alciphr.2.4.21
. -
11 ἑστία
ἑστία, ἡ, [dialect] Ion. [full] ἱστίη (as always in Hom. (exc. in ἀνέστιος, ἐφέστιος) and Hdt., cf. Schwyzer687.1 (Chios, vii/vi B. C.), IG12(5).554 ([place name] Ceos), andA v. ἐφέστιος; ἑστίῃ is f.l.in Hes.Op. 734) ; [dialect] Boeot.[full] ἱστία ([etym.] Ἱ.) IG7.556 ([place name] Tanagra) ; also Coan, SIG1025.29, and Arc., ib.559.55 ; [dialect] Locr. [full] ἰστία IG9(1).334.7 ; both forms in Cretan, [full] Ἑστία SIG527.15 (iii B. C.), [full] Ἱστία GDI5079.7, al.:—hearth of a house, in Hom. only in solemn appeals,ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν..ἱστίη τ' Ὀδυσῆος Od.14.159
, al., cf. Hdt.4.68, S.El. 881 ; καθῆσθαι παρ' ἑστίᾳ, of suppliants, Pi.Fr.81 ;ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Th.1.136
;ἡ δορύξενος ἑ. S.OC 633
;ἑ. μεσόμφαλος A.Ag. 1056
;ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ' ἑστίᾳ Id.Fr. 362.3
.2 the house itself, home, Pi.O.1.11,P.11.13 : freq. in Trag., as A.Ch. 264, etc.;διξὰς ἱστίας οἴκεε Hdt.5.40
; καταλείποντα ἐν τᾷ ἰστίᾳ παῖδα ἡβάταν, of a colonist, IG9(1).334 ([dialect] Locr., v B. C.): metaph., of the last home, the grave,τὰν χθόνιον ἑ. ἰδεῖν S.OC 1726
(lyr.).3 household, family, οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ., Hdt.1.176 ; .δ'.4 altar, like ἐσχάρα, A.Th. 275, Eu. 282 ;βούθυτος ἑ. S.OC 1495
(lyr.); γᾶς μεσσόμφαλος ἑ., of the Delphic shrine, E. Ion 462 (lyr.);Πυθόμαντις ἑ. S. OT 965
; βωμός, ἑ. χθονός (as a sanctuary) A.Supp. 372 (lyr.); ἡ κοινὴ ἑ. the public altar, serving as. a sanctuary to refugees, IG22.1029, Arist.Pol. 1322b28 ;πολιτικὴ ἑ. App.Pun.84
:—ἡ κοινὴ ἑ. also of the public table,ἐδέξαντο τοὺς πρεσβευτὰς ἐπὶ τὴν κοινὴν ἑ. Plb.29.5.6
, cf. IG5(1).961 ([place name] Cotyrta), 7.21 (Orchomenus in Boeotia), Poll.9.40 ; μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας, of a class of public initiates at Eleusis, Is.Fr.84, cf.IG 2.1355, al. ; soὁ ἀφ' ἑ. παῖς Porph.Abst.4.5
; simplyὁ ἀφ' ἑ., ἡ ἀφ' ἑ., Ἐφ. Ἀρχ. 1894.176
,1885.146.5 metaph., of places which are to a country as the hearth to a house, as a metropolis, Plb.5.58.4 ;ἑ. καὶ μητρόπολις D.S.4.19
; of Delos,ἱστίη ὦ νήσων Call.Del. 325
:—Pythag., of the central fire of the universe, Philol.7, etc., cf. Alex.Aphr. in Metaph.38.23 ; of the earth, E.Fr. 944 ; of the heart in the body, Arist.PA 70a25 ; μίαν, ἰδίαν ἑ. ἤθους οὐκ ἔχειν, Plu.2.52a,97a ; of the liver as focus of a fever, Gal.15.742.II as pr. n. [full] Ἑστία, [dialect] Ion. [full] Ἱστίη, [full] Ἑστίη, h.Hom.24.1, v.l. in Hes.Th. 454:—the hearthgoddess, h.Ven.22, Hes.Th.l.c., Pi.N.11.1, etc., cf. h.Hom.24,29, Orph.H.84, D.S.5.68 ;Ἑ. βουλαία IG12(5).732
([place name] Andros), Aeschin. 2.45, App.Mith.23 ; [full] Ἑ.πρυτανεία IG12(5).659
([place name] Syros); worshipped as ἡ κοινὴ Ἑ. by the Getae, D.S.1.94, cf. Hdt.4.127 : prov., ἀφ' Ἑστίας ἄρχεσθαι to begin from the beginning, Ar.V. 846, Pl.Euthphr.3a ;ἀπ' ἄλλης Ἑ. καὶ ἀρχῆς τὰς πράξεις προχειρίζεσθαι Str.1.1.16
(alsoἐξ ἑ. ἄρχεσθαι Hsch.
) ; ἡ Ἑ. γελᾷ, of the fire crackling, Arist.Mete. 369a32.2 = Lat. Vesta, Str.5.2.3, Plu.Rom.2, etc.3 title of a priestess, IG9(1).486 ([place name] Acarnania); ἑ. πόλεως, as an honorary title, ib.5(1).583 ([place name] Sparta). [[pron. full] ῑ in Od. in the appellat. 14.159, [pron. full] ῐ in h.Hom. in pr.n. ; in Hes. the reverse: [pron. full] ῐ always in Com.and Trag.] (Etymological connexion with Vesta is doubtful ; the dialects never have ϝ-, exc. in the pr. n. [full] ϝιστίαυ (gen.sg.masc.)IG5(2).271.18 ([place name] Mantinea); cf. γιστία.) -
12 Εστιάδας
-
13 Ἑστιάδας
-
14 Εστιάδες
-
15 Ἑστιάδες
-
16 Εστιάδων
-
17 Ἑστιάδων
-
18 Εστιάσι
-
19 Ἑστιάσι
-
20 Εστιάσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἑστιάς — Vestal virgins fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιᾷς — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστίας — Ἑστίᾱς , Ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
Εστιάδες — (Virgo Vestalis). Ιέρειες της ρωμαϊκής θεάς Εστίας (Vesta), οι οποίες διατηρούσαν την ιερή φλόγα στον ναό της θεάς. Οι Ε. προέρχονταν από ρωμαϊκές αριστοκρατικές οικογένειες και έπρεπε να υπηρετήσουν τη θεά 30 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο… … Dictionary of Greek
ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… … Dictionary of Greek
εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek